φινλανδικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φινλανδικός | η | φινλανδική | το | φινλανδικό |
| γενική | του | φινλανδικού | της | φινλανδικής | του | φινλανδικού |
| αιτιατική | τον | φινλανδικό | τη | φινλανδική | το | φινλανδικό |
| κλητική | φινλανδικέ | φινλανδική | φινλανδικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φινλανδικοί | οι | φινλανδικές | τα | φινλανδικά |
| γενική | των | φινλανδικών | των | φινλανδικών | των | φινλανδικών |
| αιτιατική | τους | φινλανδικούς | τις | φινλανδικές | τα | φινλανδικά |
| κλητική | φινλανδικοί | φινλανδικές | φινλανδικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
<!-
Μεταφράσεις
φινλανδικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.