φιλυποψία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φιλυποψία | οι | φιλυποψίες |
| γενική | της | φιλυποψίας | των | φιλυποψιών |
| αιτιατική | τη | φιλυποψία | τις | φιλυποψίες |
| κλητική | φιλυποψία | φιλυποψίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φιλυποψία < φιλύποπ(τος) + -σία με [p] + [s] > [ps]
Ουσιαστικό
φιλυποψία θηλυκό
- η καχυποψία, η τάση να υποψιάζεται κάποιος τους πάντες και τα πάντα, να πιστεύει ότι πίσω από κάθε ενέργεια κρύβεται πάντα ένα αδήλωτο, κρυφό κίνητρο ή ένας απώτερος στόχος με τον οποίο εκείνος ίσως διαφωνεί
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φιλύποπτος
Μεταφράσεις
φιλυποψία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.