φιλόκαλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φιλόκαλος | η | φιλόκαλη | το | φιλόκαλο |
| γενική | του | φιλόκαλου | της | φιλόκαλης | του | φιλόκαλου |
| αιτιατική | τον | φιλόκαλο | τη | φιλόκαλη | το | φιλόκαλο |
| κλητική | φιλόκαλε | φιλόκαλη | φιλόκαλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φιλόκαλοι | οι | φιλόκαλες | τα | φιλόκαλα |
| γενική | των | φιλόκαλων | των | φιλόκαλων | των | φιλόκαλων |
| αιτιατική | τους | φιλόκαλους | τις | φιλόκαλες | τα | φιλόκαλα |
| κλητική | φιλόκαλοι | φιλόκαλες | φιλόκαλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φιλόκαλος < αρχαία ελληνική φιλόκαλος < φίλος + καλός
Προφορά
- ΔΦΑ : /fiˈlo.ka.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φι‐λό‐κα‐λος
Επίθετο
φιλόκαλος, -η, -ο
- που αγαπά το ωραίο, το όμορφο, το καλό. Παλιότερα εννοείτο ότι αγαπούσε και το σωστό ή (στην αρχαιότητα) και τις τιμές
- ※ καὶ ὅτι ἕκαστον ἔτος παρερχόμενον προστίθησι καὶ μίαν ῥυτίδα εἰς τὰ ῥόδα τοῦ προσώπου των, ἀφαιρεῖ δὲ καὶ ἕνα ὀδόντα ἢ ἕνα βόστρυχον ἐκ τῆς ὡραίας κόμης των ἢ καὶ, ἔστω, ἐκ τῆς ὡραίας καὶ φιλοκάλου… φενάκης των. (Κωνσταντίνος Σκόκος, «Ο αλάνθαστος και αψευδής Καζαμίας του 1886», στο Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του Έτους 1886)
Μεταφράσεις
φιλόκαλος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.