φιλοκαλία

Νέα ελληνικά (el)


 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φιλοκαλία οι φιλοκαλίες
      γενική της φιλοκαλίας των φιλοκαλιών
    αιτιατική τη φιλοκαλία τις φιλοκαλίες
     κλητική φιλοκαλία φιλοκαλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φιλοκαλία < φιλόκαλος


Ουσιαστικό

φιλοκαλία θηλυκό

  1. η αγάπη του ωραίου
  2. Φιλοκαλία είναι και τίτλος απανθίσματος συγγραμάτων του Ωριγένους


Συνώνυμα


Συγγενικά

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.