νεῖκος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | νεῖκος | τὰ | νείκη - νείκεᾰ |
| γενική | τοῦ | νείκους - νείκεος | τῶν | νεικῶν - νεικέων |
| δοτική | τῷ | νείκει - νείκεῐ̈ | τοῖς | νείκεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | νεῖκος | τὰ | νείκη - νείκεα |
| κλητική ὦ! | νεῖκος | νείκη - νείκεα | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νείκει - νείκεε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | νεικοῖν - νεικέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «σκεῦος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νεῖκος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
νεῖκος, -εος ουδέτερο
Συγγενικά
- ἄνεικος
- ἀφιλόνεικος
- ἐμφιλόνεικος
- μισόνεικος
- νεικέω
- νεικείω
- νεικεστήρ
- Πολυνείκης
- πολυνεικής
- φιλόνεικος
Πηγές
- νεῖκος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νεῖκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.