φιλονικώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φιλονικώ < αρχαία ελληνική φιλονικέω / φιλονικῶ < φιλόνικος
Ρήμα
φιλονικώ, πρτ.: φιλονικούσα, στ.μέλλ.: θα φιλονικήσω, αόρ.: φιλονίκησα
- τσακώνομαι, μαλώνω με κάποιον
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | φιλονικώ | φιλονικούσα | θα φιλονικώ | να φιλονικώ | φιλονικώντας | |
| β' ενικ. | φιλονικείς | φιλονικούσες | θα φιλονικείς | να φιλονικείς | (φιλονίκει) | |
| γ' ενικ. | φιλονικεί | φιλονικούσε | θα φιλονικεί | να φιλονικεί | ||
| α' πληθ. | φιλονικούμε | φιλονικούσαμε | θα φιλονικούμε | να φιλονικούμε | ||
| β' πληθ. | φιλονικείτε | φιλονικούσατε | θα φιλονικείτε | να φιλονικείτε | φιλονικείτε | |
| γ' πληθ. | φιλονικούν(ε) | φιλονικούσαν(ε) | θα φιλονικούν(ε) | να φιλονικούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | φιλονίκησα | θα φιλονικήσω | να φιλονικήσω | φιλονικήσει | ||
| β' ενικ. | φιλονίκησες | θα φιλονικήσεις | να φιλονικήσεις | φιλονίκησε | ||
| γ' ενικ. | φιλονίκησε | θα φιλονικήσει | να φιλονικήσει | |||
| α' πληθ. | φιλονικήσαμε | θα φιλονικήσουμε | να φιλονικήσουμε | |||
| β' πληθ. | φιλονικήσατε | θα φιλονικήσετε | να φιλονικήσετε | φιλονικήστε | ||
| γ' πληθ. | φιλονίκησαν φιλονικήσαν(ε) |
θα φιλονικήσουν(ε) | να φιλονικήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω φιλονικήσει | είχα φιλονικήσει | θα έχω φιλονικήσει | να έχω φιλονικήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις φιλονικήσει | είχες φιλονικήσει | θα έχεις φιλονικήσει | να έχεις φιλονικήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει φιλονικήσει | είχε φιλονικήσει | θα έχει φιλονικήσει | να έχει φιλονικήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε φιλονικήσει | είχαμε φιλονικήσει | θα έχουμε φιλονικήσει | να έχουμε φιλονικήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε φιλονικήσει | είχατε φιλονικήσει | θα έχετε φιλονικήσει | να έχετε φιλονικήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν φιλονικήσει | είχαν φιλονικήσει | θα έχουν φιλονικήσει | να έχουν φιλονικήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.