φιλέραστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιλέραστος η φιλέραστη το φιλέραστο
      γενική του φιλέραστου της φιλέραστης του φιλέραστου
    αιτιατική τον φιλέραστο τη φιλέραστη το φιλέραστο
     κλητική φιλέραστε φιλέραστη φιλέραστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιλέραστοι οι φιλέραστες τα φιλέραστα
      γενική των φιλέραστων των φιλέραστων των φιλέραστων
    αιτιατική τους φιλέραστους τις φιλέραστες τα φιλέραστα
     κλητική φιλέραστοι φιλέραστες φιλέραστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φιλέραστος < ελληνιστική κοινή φιλέραστος < αρχαία ελληνική φίλος + ἐραστής

Επίθετο

φιλέραστος, -η, -ο

  1. (αρχαιοπρεπές) που τον αγαπούν οι εραστές ή τους αγαπά
  2. (αρχαιοπρεπές) που ρέπει σε έρωτες

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.