φιλέκδικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φιλέκδικος | η | φιλέκδικη | το | φιλέκδικο |
| γενική | του | φιλέκδικου | της | φιλέκδικης | του | φιλέκδικου |
| αιτιατική | τον | φιλέκδικο | τη | φιλέκδικη | το | φιλέκδικο |
| κλητική | φιλέκδικε | φιλέκδικη | φιλέκδικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φιλέκδικοι | οι | φιλέκδικες | τα | φιλέκδικα |
| γενική | των | φιλέκδικων | των | φιλέκδικων | των | φιλέκδικων |
| αιτιατική | τους | φιλέκδικους | τις | φιλέκδικες | τα | φιλέκδικα |
| κλητική | φιλέκδικοι | φιλέκδικες | φιλέκδικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φιλέκδικος < φίλος + εκδικούμαι + -ος
Επίθετο
φιλέκδικος, -η, -ο
- (λόγιο) που επιδιώκει την εκδίκηση, εκδικητικός
- ※ ―Νά μιὰ ζυγιά! ἐφώναξε φιλέκδικος ὁ Στάμος. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Της κοκόνας το σπίτι)
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις φίλος, εκδικούμαι και δίκη
Μεταφράσεις
φιλέκδικος
Πηγές
- φιλέκδικος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.