φιδωτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φιδωτός | η | φιδωτή | το | φιδωτό |
| γενική | του | φιδωτού | της | φιδωτής | του | φιδωτού |
| αιτιατική | τον | φιδωτό | τη | φιδωτή | το | φιδωτό |
| κλητική | φιδωτέ | φιδωτή | φιδωτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φιδωτοί | οι | φιδωτές | τα | φιδωτά |
| γενική | των | φιδωτών | των | φιδωτών | των | φιδωτών |
| αιτιατική | τους | φιδωτούς | τις | φιδωτές | τα | φιδωτά |
| κλητική | φιδωτοί | φιδωτές | φιδωτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /fi.ðoˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φι‐δω‐τός
Επίθετο
φιδωτός, -ή, -ό
- που έχει τα χαρακτηριστικά του φιδιού, ελικοειδές
- ↪ φιδωτό μονοπάτι προς το καταφύγιο στο βουνό
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη οφιοειδής
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φίδι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.