serpente

Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

serpente < (κληρονομημένο) λατινική serpens

Προφορά

 

Ουσιαστικό

serpente (it)

  1. (ερπετό) το φίδι
  2. (μεταφορικά) για άνθρωπο που λέμε ότι είναι φίδι
  3. (θρησκεία) σύμβολο σε πολλές θρησκείες
  4. (λογοτεχνία) συμβολίζει τον σατανά είτε εμφανίζεται σαν τέρας
  5. (δημοσιογραφία) φουσκωμένες ειδήσεις που δημιουργήθηκαν ειδικά για να προσελκύσουν την προσοχή του κοινού.



Πορτογαλικά (pt)

Ουσιαστικό

serpente (pt) αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.