φιδομάλλης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φιδομάλλης | η | φιδομάλλα φιδομαλλού φιδομαλλούσα |
το | φιδομάλλικο |
| γενική | του | φιδομάλλη | της | φιδομάλλας φιδομαλλούς φιδομαλλούσας |
του | φιδομάλλικου |
| αιτιατική | τον | φιδομάλλη | τη | φιδομάλλα φιδομαλλού φιδομαλλούσα |
το | φιδομάλλικο |
| κλητική | φιδομάλλη | φιδομάλλα φιδομαλλού φιδομαλλούσα |
φιδομάλλικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φιδομάλληδες | οι | φιδομάλλες φιδομαλλούδες φιδομαλλούσες |
τα | φιδομάλλικα |
| γενική | των | φιδομάλληδων | των | — φιδομαλλούδων — |
των | φιδομάλλικων |
| αιτιατική | τους | φιδομάλληδες | τις | φιδομάλλες φιδομαλλούδες φιδομαλλούσες |
τα | φιδομάλλικα |
| κλητική | φιδομάλληδες | φιδομάλλες φιδομαλλούδες φιδομαλλούσες |
φιδομάλλικα | |||
| Το θηλυκό, σε -α, -ού και -ούσα. To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
| ομάδα 'ξανθομάλλης', Κατηγορία όπως «ξανθομάλλης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /fi.ðoˈma.lis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φι‐δο‐μάλ‐λης
Επίθετο
φιδομάλλης, -α/ού/ούσα, -ικο
Μεταφράσεις
φιδομάλλης
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.