ὀφιόθριξ
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| *ὀφιοθρῐχ- ὀφιoτρῐχ- | ||||||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ὀφιόθριξ | οἱ/αἱ | ὀφιότριχες | ||||
| γενική | τοῦ/τῆς | ὀφιότριχος | τῶν | ὀφιοτρίχων | ||||
| δοτική | τῷ/τῇ | ὀφιότριχῐ | τοῖς/ταῖς | ὀφιότριξῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ὀφιότριχᾰ | τοὺς/τὰς | ὀφιότριχᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | ὀφιόθριξ | ὀφιότριχες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀφιότριχε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὀφιοτρίχοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ὀφιόθριξ (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ὄφις + -ό- + -θριξ
Ουσιαστικό
ὀφιόθριξ αρσενικό ή θηλυκό, σε επιθετική λειτουργία
- (σε σχόλια, όψιμη ελληνιστική κοινή ) που έχει μαλλιά που μοιάζουν με φίδι, φιδομάλλης (⌘ Ιωάννης Τζέτζης, Glossae in Hesiodi Opera et dies, Α, 235.)
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- ὀφιόθριξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.