ὀφιόθριξ

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. χρονολόγησης και κατηγορίας γλώσσας. Sarri.greek  | 21:57, 18 Μαρτίου 2023 (UTC).


Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
*ὀφιοθρῐχ- ὀφιoτρῐχ-
ονομαστική / ὀφιόθριξ οἱ/αἱ ὀφιότριχες
      γενική τοῦ/τῆς ὀφιότριχος τῶν ὀφιοτρίχων
      δοτική τῷ/τῇ ὀφιότριχ τοῖς/ταῖς ὀφιότριξ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν ὀφιότριχ τοὺς/τὰς ὀφιότριχᾰς
     κλητική ! ὀφιόθριξ ὀφιότριχες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀφιότριχε
γεν-δοτ τοῖν  ὀφιοτρίχοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὀφιόθριξ (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ὄφις + -ό- + -θριξ

Ουσιαστικό

ὀφιόθριξ αρσενικό ή θηλυκό, σε επιθετική λειτουργία

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.