φιγουράτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιγουράτος η φιγουράτη το φιγουράτο
      γενική του φιγουράτου της φιγουράτης του φιγουράτου
    αιτιατική τον φιγουράτο τη φιγουράτη το φιγουράτο
     κλητική φιγουράτε φιγουράτη φιγουράτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιγουράτοι οι φιγουράτες τα φιγουράτα
      γενική των φιγουράτων των φιγουράτων των φιγουράτων
    αιτιατική τους φιγουράτους τις φιγουράτες τα φιγουράτα
     κλητική φιγουράτοι φιγουράτες φιγουράτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φιγουράτος < φιγούρ(α) + -άτος

Επίθετο

φιγουράτος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.