φιγουράτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φιγουράτος | η | φιγουράτη | το | φιγουράτο |
| γενική | του | φιγουράτου | της | φιγουράτης | του | φιγουράτου |
| αιτιατική | τον | φιγουράτο | τη | φιγουράτη | το | φιγουράτο |
| κλητική | φιγουράτε | φιγουράτη | φιγουράτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φιγουράτοι | οι | φιγουράτες | τα | φιγουράτα |
| γενική | των | φιγουράτων | των | φιγουράτων | των | φιγουράτων |
| αιτιατική | τους | φιγουράτους | τις | φιγουράτες | τα | φιγουράτα |
| κλητική | φιγουράτοι | φιγουράτες | φιγουράτα | |||
| Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
φιγουράτος, -η, -ο
- ο κομψός, που εντυπωσιάζει με την εμφάνισή του με διακριτικό τρόπο και όχι ακραίο σαν τον φιγουρατζή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.