φιγουρίνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φιγουρίνι | τα | φιγουρίνια |
| γενική | του | φιγουρινιού | των | φιγουρινιών |
| αιτιατική | το | φιγουρίνι | τα | φιγουρίνια |
| κλητική | φιγουρίνι | φιγουρίνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φιγουρίνι < ιταλική λέξη figurino (σχέδιο ή πατρόν ρούχων)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.