φιγουρίνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φιγουρίνι τα φιγουρίνια
      γενική του φιγουρινιού των φιγουρινιών
    αιτιατική το φιγουρίνι τα φιγουρίνια
     κλητική φιγουρίνι φιγουρίνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φιγουρίνι < ιταλική λέξη figurino (σχέδιο ή πατρόν ρούχων)

Ουσιαστικό

φιγουρίνι ουδέτερο

  1. το σχέδιο, πατρόν για να ραφτεί ένα ρούχο
  2. περιοδικό με σχέδια και πατρόν ή με φωτογραφίες ρουχων οίκων μόδας
  3. γυναίκα λεπτή και όμορφη που είναι ντυμένη σαν μοντέλο, με ρούχα της μόδας


Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.