φθορίζων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φθορίζων & φθορίζοντας |
η | φθορίζουσα | το | φθορίζον |
| γενική | του | φθορίζοντος & φθορίζοντα |
της | φθορίζουσας & φθοριζούσης* |
του | φθορίζοντος |
| αιτιατική | τον | φθορίζοντα | τη | φθορίζουσα | το | φθορίζον |
| κλητική | φθορίζων & φθορίζοντα |
φθορίζουσα | φθορίζον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φθορίζοντες | οι | φθορίζουσες | τα | φθορίζοντα |
| γενική | των | φθοριζόντων | των | φθοριζουσών | των | φθοριζόντων |
| αιτιατική | τους | φθορίζοντες | τις | φθορίζουσες | τα | φθορίζοντα |
| κλητική | φθορίζοντες | φθορίζουσες | φθορίζοντα | |||
| Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φθορίζων < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος φθορίζω
Μεταφράσεις
φθορίζων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.