φθορίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φθορίζω < φθόρ(ιο) + -ίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική fluorescer) [1]
Ρήμα
φθορίζω (χωρίς παθητική φωνή)
- ακτινοβολώ μετατρέποντας την ακτινοβολία που δέχομαι σε αντίστοιχη μεγαλύτερου μήκους κύματος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | φθορίζω | φθόριζα | θα φθορίζω | να φθορίζω | φθορίζοντας | |
| β' ενικ. | φθορίζεις | φθόριζες | θα φθορίζεις | να φθορίζεις | φθόριζε | |
| γ' ενικ. | φθορίζει | φθόριζε | θα φθορίζει | να φθορίζει | ||
| α' πληθ. | φθορίζουμε | φθορίζαμε | θα φθορίζουμε | να φθορίζουμε | ||
| β' πληθ. | φθορίζετε | φθορίζατε | θα φθορίζετε | να φθορίζετε | φθορίζετε | |
| γ' πληθ. | φθορίζουν(ε) | φθόριζαν φθορίζαν(ε) |
θα φθορίζουν(ε) | να φθορίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | φθόρισα | θα φθορίσω | να φθορίσω | φθορίσει | ||
| β' ενικ. | φθόρισες | θα φθορίσεις | να φθορίσεις | φθόρισε | ||
| γ' ενικ. | φθόρισε | θα φθορίσει | να φθορίσει | |||
| α' πληθ. | φθορίσαμε | θα φθορίσουμε | να φθορίσουμε | |||
| β' πληθ. | φθορίσατε | θα φθορίσετε | να φθορίσετε | φθορίστε | ||
| γ' πληθ. | φθόρισαν φθορίσαν(ε) |
θα φθορίσουν(ε) | να φθορίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω φθορίσει | είχα φθορίσει | θα έχω φθορίσει | να έχω φθορίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις φθορίσει | είχες φθορίσει | θα έχεις φθορίσει | να έχεις φθορίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει φθορίσει | είχε φθορίσει | θα έχει φθορίσει | να έχει φθορίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε φθορίσει | είχαμε φθορίσει | θα έχουμε φθορίσει | να έχουμε φθορίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε φθορίσει | είχατε φθορίσει | θα έχετε φθορίσει | να έχετε φθορίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν φθορίσει | είχαν φθορίσει | θα έχουν φθορίσει | να έχουν φθορίσει |
| |
Αναφορές
- φθορίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.