φθορίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φθορίζω < φθόρ(ιο) + -ίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική fluorescer) [1]

Ρήμα

φθορίζω (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.