φθαρτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φθαρτικός | η | φθαρτική | το | φθαρτικό |
| γενική | του | φθαρτικού | της | φθαρτικής | του | φθαρτικού |
| αιτιατική | τον | φθαρτικό | τη | φθαρτική | το | φθαρτικό |
| κλητική | φθαρτικέ | φθαρτική | φθαρτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φθαρτικοί | οι | φθαρτικές | τα | φθαρτικά |
| γενική | των | φθαρτικών | των | φθαρτικών | των | φθαρτικών |
| αιτιατική | τους | φθαρτικούς | τις | φθαρτικές | τα | φθαρτικά |
| κλητική | φθαρτικοί | φθαρτικές | φθαρτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φθαρτικός < αρχαία ελληνική φθαρτικός < φθείρω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- φθαρτικός < φθείρω
Αντώνυμα
- ποιητικός (με την έννοια του δημιουργικός)
Συγγενικά
- φθαρτικῶς (επίρρημα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.