πβ.
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /paˈɾa.va.le/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρά‐βα‐λε
Συντομομορφή
πβ. συντομογραφία
- (βιβλιογραφική παραπομπή) παράβαλε: κοίταξε συγκριτικά και σ’ εκείνο το σημείο, ανάτρεξε, σύγκρινε
- πρβ.
- πρβλ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.