φανταχτερός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φανταχτερός η φανταχτερή το φανταχτερό
      γενική του φανταχτερού της φανταχτερής του φανταχτερού
    αιτιατική τον φανταχτερό τη φανταχτερή το φανταχτερό
     κλητική φανταχτερέ φανταχτερή φανταχτερό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φανταχτεροί οι φανταχτερές τα φανταχτερά
      γενική των φανταχτερών των φανταχτερών των φανταχτερών
    αιτιατική τους φανταχτερούς τις φανταχτερές τα φανταχτερά
     κλητική φανταχτεροί φανταχτερές φανταχτερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φανταχτερός < φανταχτός (< φαντάζω) + παραγωγικό επίθημα -ερός

Επίθετο

φανταχτερός, -ή, -ό

φανταχτερά ρούχα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.