φανταχτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φανταχτός | η | φανταχτή | το | φανταχτό |
| γενική | του | φανταχτού | της | φανταχτής | του | φανταχτού |
| αιτιατική | τον | φανταχτό | τη | φανταχτή | το | φανταχτό |
| κλητική | φανταχτέ | φανταχτή | φανταχτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φανταχτοί | οι | φανταχτές | τα | φανταχτά |
| γενική | των | φανταχτών | των | φανταχτών | των | φανταχτών |
| αιτιατική | τους | φανταχτούς | τις | φανταχτές | τα | φανταχτά |
| κλητική | φανταχτοί | φανταχτές | φανταχτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φανταχτός < φαντάζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.