φαλαγγίτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φαλαγγίτης οι φαλαγγίτες
      γενική του φαλαγγίτη των φαλαγγιτών
    αιτιατική τον φαλαγγίτη τους φαλαγγίτες
     κλητική φαλαγγίτη φαλαγγίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φαλαγγίτης < ελληνιστική φαλαγγίτης < φάλαγξ + -ίτης

Ουσιαστικό

φαλαγγίτης αρσενικό, φαλαγγίτισσα θηλυκό

  1. στρατιώτης μιας φάλαγγας
  2. μέλος παρακρατικής ή παραστρατιωτικής φασιστικής οργάνωσης
      Ήτανε τότε αρσενικά και θηλυκά στην ΕΟΝ του Κεφαλλονίτη του Μεταξά, φαλαγγίτες και φαλαγγίτισσες καθώς τους λέγανε. (Γιάννης Γουδέλης, Τα μάτια της δίδυμης)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.