φεσατζής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φεσατζής οι φεσατζήδες
      γενική του φεσατζή των φεσατζήδων
    αιτιατική τον φεσατζή τους φεσατζήδες
     κλητική φεσατζή φεσατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φεσατζής < φέσ(ι)α + -τζής

Ουσιαστικό

φεσατζής αρσενικό, φεσατζού θηλυκό
  • αυτός που δημιουργεί ανεξόφλητα χρέη, κοινώς φέσια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.