φεσώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φεσώνω < φέσι (με την έννοια της ανεξόφλητης οφειλής) + -ώνω

Ρήμα

φεσώνω (παθητική φωνή φεσώνομαι)

  1. παραχρεώνω πελάτη μου συνήθως αδικαιολόγητα
  2. δεν εξοφλώ δάνειο, οφειλή
    Αφού δεν έχω μία, θα τους φεσώσω κανονικά
  3. επιβαρύνω

Συγγενικά

  • φέσι
  • φέσωμα
  • φεσωμένος

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.