φάρσωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φάρσωμα | τα | φαρσώματα |
| γενική | του | φαρσώματος | των | φαρσωμάτων |
| αιτιατική | το | φάρσωμα | τα | φαρσώματα |
| κλητική | φάρσωμα | φαρσώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φάρσωμα < αρχαία ελληνική φάρσος
Ουσιαστικό
φάρσωμα ουδέτερο
- το χώρισμα, η τοποθέτηση κάπως πρόχειρης, ξύλινης μεσοτοιχίας
- ※ Αἱ τεγίδες ἐκαλοῦντο διατόνια ἢ πατερά, ἡ δὲ πεταύρωσις πέταυρα. Οἱ τοῖχοι ἐκαλοῦντο τοιχία, ἐνίοτε δὲ τὰ διάφορα διαμερίσματα τῆς οἰκίας ἐχωρίζοντο διὰ ξυλίνων ψευδοτοίχων, τῶν φαρσωμάτων, (Ζήσιμος Α. Τζάρτζανος, Περί των λαϊκών τεχνικών όρων της οικοδομικής (των μεγάλων αστικών κέντρων) μετά λεξικού αυτών, Τυπογραφείον Φ. Κωνσταντινίδη και Κ. Μιχάλα, Αθήνα, 1961)
- παλιότερα, το κομμάτι, η λωρίδα, το κλάσμα, γενικά το τμήμα από κάτι
Μεταφράσεις
φάρσωμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.