υψιπετής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υψιπετής η υψιπετής το υψιπετές
      γενική του υψιπετούς* της υψιπετούς του υψιπετούς
    αιτιατική τον υψιπετή την υψιπετή το υψιπετές
     κλητική υψιπετή(ς) υψιπετής υψιπετές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υψιπετείς οι υψιπετείς τα υψιπετή
      γενική των υψιπετών των υψιπετών των υψιπετών
    αιτιατική τους υψιπετείς τις υψιπετείς τα υψιπετή
     κλητική υψιπετείς υψιπετείς υψιπετή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υψιπετής < μεσαιωνική ελληνική υψιπετής (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική ὑψιπετής < ὕψι + πίπτω

Προφορά

ΔΦΑ : /i.psi.peˈtis/

Επίθετο

υψιπετής, -ής, -ές

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.