ὑψιπετής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ ὑψιπετής | τὸ ὑψιπετές | οἱ, αἱ ὑψιπετεῖς | τὰ ὑψιπετῆ |
| Γενική | τοῦ, τῆς ὑψιπετοῦς | τοῦ ὑψιπετοῦς | τῶν ὑψιπετῶν | τῶν ὑψιπετῶν |
| Δοτική | τῷ, τῇ ὑψιπετεῖ | τῷ ὑψιπετεῖ | τοῖς, ταῖς ὑψιπετέσι(ν) | τοῖς ὑψιπετέσι(ν) |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν ὑψιπετῆ | τὸ ὑψιπετές | τοὺς, τὰς ὑψιπετεῖς | τὰ ὑψιπετῆ |
| Κλητική | ὑψιπετές | ὑψιπετές | ὑψιπετεῖς | ὑψιπετῆ |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ὑψιπετεῖ | |||
| Γενική-Δοτική | ὑψιπετοῖν | |||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.