ανυποληψία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανυποληψία οι ανυποληψίες
      γενική της ανυποληψίας των ανυποληψιών
    αιτιατική την ανυποληψία τις ανυποληψίες
     κλητική ανυποληψία ανυποληψίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανυποληψία < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἀνυποληψία.[1][2] Δείτε το αρχαίο ὑποληπτός. Μορφολογικά αναλύεται σε αν- στερητικό στο ανυπόληπ(τος) + -σία >-ψία.

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ni.po.liˈpsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανυποληψία

Ουσιαστικό

ανυποληψία θηλυκό

  1. η στάση περιθωριοποίησης από τη μεριά του κοινωνικού συνόλου προς κάποιο άτομο ή ομάδα ατόμων
  2. η έλλειψη εκτίμησης, υπόληψης

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.