ὑπόληψις
Νέα ελληνικά (el)
| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ὑπόληψις | αἱ | ὑπολήψεις | ||||
| γενική | τῆς | ὑπολήψεως | τῶν | ὑπολήψεων | ||||
| δοτική | τῇ | ὑπολήψει | ταῖς | ὑπολήψεσι(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | ὑπόληψιν | τὰς | ὑπολήψεις | ||||
| κλητική ὦ! | ὑπόληψι | ὑπολήψεις | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ὑπόληψις < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπόληψις
Ουσιαστικό
ὑπόληψις θηλυκό
- (καθαρεύουσα) → δείτε τη λέξη υπόληψη
- ※ Ὑπόληψις εἶναι τὸ συμπέρασμα τῶν ἀνθρώπων περὶ τοῦ χαρακτῆρος ἡμῶν.
Μεταφράσεις
ὑπόληψις
|
→ δείτε τη λέξη υπόληψη |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.