sourd

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

sourd < surt < λατινική surdus

Προφορά

 

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό sourd sourds
θηλυκό sourde sourdes

sourd (fr)

  1. κουφός (με πρόβλημα ακοής)
  2. (μεταφορικά) κουφός, που αρνείται να ακούσει επιχειρήματα, εκκλήσεις κλπ
  3. (για ήχους) βαθύς, υπόκωφος
  4. (φωνητική) άηχος (για σύμφωνα)

Συγγενικά

Σύνθετα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.