υπόσκαφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπόσκαφος η υπόσκαφη το υπόσκαφο
      γενική του υπόσκαφου της υπόσκαφης του υπόσκαφου
    αιτιατική τον υπόσκαφο την υπόσκαφη το υπόσκαφο
     κλητική υπόσκαφε υπόσκαφη υπόσκαφο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπόσκαφοι οι υπόσκαφες τα υπόσκαφα
      γενική των υπόσκαφων των υπόσκαφων των υπόσκαφων
    αιτιατική τους υπόσκαφους τις υπόσκαφες τα υπόσκαφα
     κλητική υπόσκαφοι υπόσκαφες υπόσκαφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υπόσκαφος < υπο- + σκάπτω + -ος

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈpo.ska.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υπόσκαφος

Επίθετο

υπόσκαφος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.