υποσκάπτομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υποσκάπτομαι | υποσκαπτόμουν(α) | θα υποσκάπτομαι | να υποσκάπτομαι | ||
| β' ενικ. | υποσκάπτεσαι | υποσκαπτόσουν(α) | θα υποσκάπτεσαι | να υποσκάπτεσαι | (υποσκάπτου) | |
| γ' ενικ. | υποσκάπτεται | υποσκαπτόταν(ε) | θα υποσκάπτεται | να υποσκάπτεται | ||
| α' πληθ. | υποσκαπτόμαστε | υποσκαπτόμαστε υποσκαπτόμασταν |
θα υποσκαπτόμαστε | να υποσκαπτόμαστε | ||
| β' πληθ. | υποσκάπτεστε | υποσκαπτόσαστε υποσκαπτόσασταν |
θα υποσκάπτεστε | να υποσκάπτεστε | (υποσκάπτεστε) | |
| γ' πληθ. | υποσκάπτονται | υποσκάπτονταν υποσκαπτόντουσαν |
θα υποσκάπτονται | να υποσκάπτονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υποσκάφτηκα | θα υποσκαφτώ | να υποσκαφτώ | υποσκαφτεί | ||
| β' ενικ. | υποσκάφτηκες | θα υποσκαφτείς | να υποσκαφτείς | υποσκάψου | ||
| γ' ενικ. | υποσκάφτηκε | θα υποσκαφτεί | να υποσκαφτεί | |||
| α' πληθ. | υποσκαφτήκαμε | θα υποσκαφτούμε | να υποσκαφτούμε | |||
| β' πληθ. | υποσκαφτήκατε | θα υποσκαφτείτε | να υποσκαφτείτε | υποσκαφτείτε | ||
| γ' πληθ. | υποσκάφτηκαν υποσκαφτήκαν(ε) |
θα υποσκαφτούν(ε) | να υποσκαφτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω υποσκαφτεί | είχα υποσκαφτεί | θα έχω υποσκαφτεί | να έχω υποσκαφτεί | υποσκαμμένος | |
| β' ενικ. | έχεις υποσκαφτεί | είχες υποσκαφτεί | θα έχεις υποσκαφτεί | να έχεις υποσκαφτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει υποσκαφτεί | είχε υποσκαφτεί | θα έχει υποσκαφτεί | να έχει υποσκαφτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε υποσκαφτεί | είχαμε υποσκαφτεί | θα έχουμε υποσκαφτεί | να έχουμε υποσκαφτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε υποσκαφτεί | είχατε υποσκαφτεί | θα έχετε υποσκαφτεί | να έχετε υποσκαφτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν υποσκαφτεί | είχαν υποσκαφτεί | θα έχουν υποσκαφτεί | να έχουν υποσκαφτεί | ||
Μεταφράσεις
υποσκάπτομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.