υποσιτισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υποσιτισμένος η υποσιτισμένη το υποσιτισμένο
      γενική του υποσιτισμένου της υποσιτισμένης του υποσιτισμένου
    αιτιατική τον υποσιτισμένο την υποσιτισμένη το υποσιτισμένο
     κλητική υποσιτισμένε υποσιτισμένη υποσιτισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υποσιτισμένοι οι υποσιτισμένες τα υποσιτισμένα
      γενική των υποσιτισμένων των υποσιτισμένων των υποσιτισμένων
    αιτιατική τους υποσιτισμένους τις υποσιτισμένες τα υποσιτισμένα
     κλητική υποσιτισμένοι υποσιτισμένες υποσιτισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υποσιτισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υποσιτίζω

Μετοχή

υποσιτισμένος, -ή, -ο

  • που έχει υποσιτιστεί, που έχει στερηθεί την τροφή σε ικανοποιητική ποσότητα και ποιότητα για μεγάλο χρονικό διάστημα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.