υποπλοίαρχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | υποπλοίαρχος | οι | υποπλοίαρχοι |
| γενική | του | υποπλοίαρχου & υποπλοιάρχου |
των | υποπλοίαρχων & υποπλοιάρχων |
| αιτιατική | τον | υποπλοίαρχο | τους | υποπλοίαρχους & υποπλοιάρχους |
| κλητική | υποπλοίαρχε | υποπλοίαρχοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
υποπλοίαρχος αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις
υποπλοίαρχος
Αναφορές
- Ελληνικοί Κώδικες [1833] - σελ. 1055, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.