λιμενικό
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- λιμενικό < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου λιμενικός
Ουσιαστικό
λιμενικό ουδέτερο
- το Λιμενικό Σώμα
- ※ η αστυνομία και το λιμενικό δεν επέτρεψαν στα τηλεοπτικά συνεργεία να πλησιάσουν στο πλοίο (Πέτρος Μάρκαρης, Βασικός μέτοχος, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2006, σελ. 111)
- το σκάφος του Λιμενικού Σώματος
- ※ Πού πάτε εσείς, φώναξε ο Τούρκος από το λιμενικό. Τα χαρτιά σας. Έχετε άδεια; (Παναγιώτης Μ. Σωτήρχος, Το δέντρο της Ανατολής, Αρμός, 1998, σελ. 460)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.