υποκλέπτω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υποκλέπτω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑποκλέπτω[1] (αρχαία ελληνική ὑποκλέπτομαι) < ὑπό + κλέπτω
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.poˈkle.pto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐κλέ‐πτω
Ρήμα
υποκλέπτω (παθητική φωνή: υποκλέπτομαι)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υποκλέπτω | υπέκλεπτα | θα υποκλέπτω | να υποκλέπτω | υποκλέπτοντας | |
| β' ενικ. | υποκλέπτεις | υπέκλεπτες | θα υποκλέπτεις | να υποκλέπτεις | υπόκλεπτε | |
| γ' ενικ. | υποκλέπτει | υπέκλεπτε | θα υποκλέπτει | να υποκλέπτει | ||
| α' πληθ. | υποκλέπτουμε | υποκλέπταμε | θα υποκλέπτουμε | να υποκλέπτουμε | ||
| β' πληθ. | υποκλέπτετε | υποκλέπτατε | θα υποκλέπτετε | να υποκλέπτετε | υποκλέπτετε | |
| γ' πληθ. | υποκλέπτουν(ε) | υπέκλεπταν υποκλέπταν(ε) |
θα υποκλέπτουν(ε) | να υποκλέπτουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υπέκλεψα | θα υποκλέψω | να υποκλέψω | υποκλέψει | ||
| β' ενικ. | υπέκλεψες | θα υποκλέψεις | να υποκλέψεις | υπόκλεψε | ||
| γ' ενικ. | υπέκλεψε | θα υποκλέψει | να υποκλέψει | |||
| α' πληθ. | υποκλέψαμε | θα υποκλέψουμε | να υποκλέψουμε | |||
| β' πληθ. | υποκλέψατε | θα υποκλέψετε | να υποκλέψετε | υποκλέψτε | ||
| γ' πληθ. | υπέκλεψαν υποκλέψαν(ε) |
θα υποκλέψουν(ε) | να υποκλέψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω υποκλέψει | είχα υποκλέψει | θα έχω υποκλέψει | να έχω υποκλέψει | ||
| β' ενικ. | έχεις υποκλέψει | είχες υποκλέψει | θα έχεις υποκλέψει | να έχεις υποκλέψει | ||
| γ' ενικ. | έχει υποκλέψει | είχε υποκλέψει | θα έχει υποκλέψει | να έχει υποκλέψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε υποκλέψει | είχαμε υποκλέψει | θα έχουμε υποκλέψει | να έχουμε υποκλέψει | ||
| β' πληθ. | έχετε υποκλέψει | είχατε υποκλέψει | θα έχετε υποκλέψει | να έχετε υποκλέψει | ||
| γ' πληθ. | έχουν υποκλέψει | είχαν υποκλέψει | θα έχουν υποκλέψει | να έχουν υποκλέψει |
| |
Μεταφράσεις
υποκλέπτω
|
Αναφορές
- υποκλέπτω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.