υποκλοπή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υποκλοπή | οι | υποκλοπές |
| γενική | της | υποκλοπής | των | υποκλοπών |
| αιτιατική | την | υποκλοπή | τις | υποκλοπές |
| κλητική | υποκλοπή | υποκλοπές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υποκλοπή < υποκλέπτω + -ή
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.po.kloˈpi/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.