υποκαταστάτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υποκαταστάτης οι υποκαταστάτες
      γενική του υποκαταστάτη των υποκαταστατών
    αιτιατική τον υποκαταστάτη τους υποκαταστάτες
     κλητική υποκαταστάτη υποκαταστάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

  1. υποκαταστάτης < υπο- + καταστ- (καθιστώ) + -άτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑποκαταστάτης
  2. για τη βιολογία: < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική substitute[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /i.po.ka.taˈsta.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υποκαταστάτης

Ουσιαστικό

υποκαταστάτης αρσενικό

  1. αυτός που υποκαθιστά
  2. (βιολογία) (νεολογισμός) μόριο ή άλλου είδους στοιχείο που αντικαθιστά κάποιο άλλο σε σύμπλοκη χημική ένωση

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη υποκαθιστώ

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.