υποκαταστασιμότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποκαταστασιμότητα οι υποκαταστασιμότητες
      γενική της υποκαταστασιμότητας των υποκαταστασιμοτήτων
    αιτιατική την υποκαταστασιμότητα τις υποκαταστασιμότητες
     κλητική υποκαταστασιμότητα υποκαταστασιμότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υποκαταστασιμότητα < υποκαταστάσιμος + -ότητα

Ουσιαστικό

υποκαταστασιμότητα θηλυκό

  • η ιδιότητα του υποκαταστάσιμου
      Τα αποτελέσματα αυτών δείχνουν ότι οι προτεινόμενες προσεγγίσεις είναι αποτελεσματικές, ότι μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την ανάπτυξη προσαρμογέων υποδειγμάτων διεπαφών που λειτουργούν κατά το χρόνο εκτέλεσης κι ότι μπορούν να παρέχουν μια μέθοδο για την αποδοτική αποτίμηση της υποκαταστασιμότητας και της ευθυγραμμίας μεταξύ διιστάμενων, σχετικά με το ακολουθούμενο υπόδειγμα σχεδιασμού, διεπαφών υπηρεσιών. (*)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.