αναπλήρωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αναπλήρωμα | τα | αναπληρώματα |
| γενική | του | αναπληρώματος | των | αναπληρωμάτων |
| αιτιατική | το | αναπλήρωμα | τα | αναπληρώματα |
| κλητική | αναπλήρωμα | αναπληρώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναπλήρωμα < αρχαία ελληνική ἀναπλήρωμα < ἀναπληρόω / ἀναπληρῶ < πληρόω / πληρῶ < πλήρης
Μεταφράσεις
αναπλήρωμα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.