υποδιαιρεμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υποδιαιρεμένος | η | υποδιαιρεμένη | το | υποδιαιρεμένο |
| γενική | του | υποδιαιρεμένου | της | υποδιαιρεμένης | του | υποδιαιρεμένου |
| αιτιατική | τον | υποδιαιρεμένο | την | υποδιαιρεμένη | το | υποδιαιρεμένο |
| κλητική | υποδιαιρεμένε | υποδιαιρεμένη | υποδιαιρεμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υποδιαιρεμένοι | οι | υποδιαιρεμένες | τα | υποδιαιρεμένα |
| γενική | των | υποδιαιρεμένων | των | υποδιαιρεμένων | των | υποδιαιρεμένων |
| αιτιατική | τους | υποδιαιρεμένους | τις | υποδιαιρεμένες | τα | υποδιαιρεμένα |
| κλητική | υποδιαιρεμένοι | υποδιαιρεμένες | υποδιαιρεμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υποδιαιρεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υποδιαιρώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.