υποδεκάμετρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | υποδεκάμετρο | τα | υποδεκάμετρα |
| γενική | του | υποδεκάμετρου | των | υποδεκάμετρων |
| αιτιατική | το | υποδεκάμετρο | τα | υποδεκάμετρα |
| κλητική | υποδεκάμετρο | υποδεκάμετρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υποδεκάμετρο < (καθαρεύουσα) ὑποδεκάμετρον, κατά το ὑποδιπλάσιος (μισός), μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική décimètre, αντί του δεκατόμετρο(ν). Μορφολογικά αναλύεται σε υπο- + δεκάμετρο.[1]
Ουσιαστικό
υποδεκάμετρο ουδέτερο
- μικρός χάρακας, συνήθως 20 εκ. με υποδιαιρέσεις σε εκατοστόμετρα και χιλιοστόμετρα
- (παρωχημένο, φυσική) το δεκατόμετρο
Αναφορές
- υποδεκάμετρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.