δεκάμετρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δεκάμετρο τα δεκάμετρα
      γενική του δεκάμετρου
& δεκαμέτρου
των δεκάμετρων
& δεκαμέτρων
    αιτιατική το δεκάμετρο τα δεκάμετρα
     κλητική δεκάμετρο δεκάμετρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δεκάμετρο < δεκά- + -μετρο

Ουσιαστικό

δεκάμετρο ουδέτερο

  • (μονάδα μέτρησης) μονάδα μήκους ίση με 10 μέτρα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.