υπογραμμισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπογραμμισμένος | η | υπογραμμισμένη | το | υπογραμμισμένο |
| γενική | του | υπογραμμισμένου | της | υπογραμμισμένης | του | υπογραμμισμένου |
| αιτιατική | τον | υπογραμμισμένο | την | υπογραμμισμένη | το | υπογραμμισμένο |
| κλητική | υπογραμμισμένε | υπογραμμισμένη | υπογραμμισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπογραμμισμένοι | οι | υπογραμμισμένες | τα | υπογραμμισμένα |
| γενική | των | υπογραμμισμένων | των | υπογραμμισμένων | των | υπογραμμισμένων |
| αιτιατική | τους | υπογραμμισμένους | τις | υπογραμμισμένες | τα | υπογραμμισμένα |
| κλητική | υπογραμμισμένοι | υπογραμμισμένες | υπογραμμισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υπογραμμισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υπογραμμίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.