υποβιβασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υποβιβασμένος η υποβιβασμένη το υποβιβασμένο
      γενική του υποβιβασμένου της υποβιβασμένης του υποβιβασμένου
    αιτιατική τον υποβιβασμένο την υποβιβασμένη το υποβιβασμένο
     κλητική υποβιβασμένε υποβιβασμένη υποβιβασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υποβιβασμένοι οι υποβιβασμένες τα υποβιβασμένα
      γενική των υποβιβασμένων των υποβιβασμένων των υποβιβασμένων
    αιτιατική τους υποβιβασμένους τις υποβιβασμένες τα υποβιβασμένα
     κλητική υποβιβασμένοι υποβιβασμένες υποβιβασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υποβιβασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υποβιβάζω

Μετοχή

υποβιβασμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.