υπνωτισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπνωτισμένος | η | υπνωτισμένη | το | υπνωτισμένο |
| γενική | του | υπνωτισμένου | της | υπνωτισμένης | του | υπνωτισμένου |
| αιτιατική | τον | υπνωτισμένο | την | υπνωτισμένη | το | υπνωτισμένο |
| κλητική | υπνωτισμένε | υπνωτισμένη | υπνωτισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπνωτισμένοι | οι | υπνωτισμένες | τα | υπνωτισμένα |
| γενική | των | υπνωτισμένων | των | υπνωτισμένων | των | υπνωτισμένων |
| αιτιατική | τους | υπνωτισμένους | τις | υπνωτισμένες | τα | υπνωτισμένα |
| κλητική | υπνωτισμένοι | υπνωτισμένες | υπνωτισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υπνωτισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υπνωτίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.