υπνηλός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπνηλός | η | υπνηλή | το | υπνηλό |
| γενική | του | υπνηλού | της | υπνηλής | του | υπνηλού |
| αιτιατική | τον | υπνηλό | την | υπνηλή | το | υπνηλό |
| κλητική | υπνηλέ | υπνηλή | υπνηλό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπνηλοί | οι | υπνηλές | τα | υπνηλά |
| γενική | των | υπνηλών | των | υπνηλών | των | υπνηλών |
| αιτιατική | τους | υπνηλούς | τις | υπνηλές | τα | υπνηλά |
| κλητική | υπνηλοί | υπνηλές | υπνηλά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υπνηλός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑπνηλός < αρχαία ελληνική ὕπν(ος) + -ηλός
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.pniˈlos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πνη‐λός
Πηγές
- υπνηλός - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.