υπνηλός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπνηλός η υπνηλή το υπνηλό
      γενική του υπνηλού της υπνηλής του υπνηλού
    αιτιατική τον υπνηλό την υπνηλή το υπνηλό
     κλητική υπνηλέ υπνηλή υπνηλό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπνηλοί οι υπνηλές τα υπνηλά
      γενική των υπνηλών των υπνηλών των υπνηλών
    αιτιατική τους υπνηλούς τις υπνηλές τα υπνηλά
     κλητική υπνηλοί υπνηλές υπνηλά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υπνηλός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑπνηλός < αρχαία ελληνική ὕπν(ος) + -ηλός

Προφορά

ΔΦΑ : /i.pniˈlos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υπνηλός

Επίθετο

υπνηλός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  • Πρότυπο:grc-Koi : ὑπνηλός

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.