υπερψηφισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπερψηφισμένος | η | υπερψηφισμένη | το | υπερψηφισμένο |
| γενική | του | υπερψηφισμένου | της | υπερψηφισμένης | του | υπερψηφισμένου |
| αιτιατική | τον | υπερψηφισμένο | την | υπερψηφισμένη | το | υπερψηφισμένο |
| κλητική | υπερψηφισμένε | υπερψηφισμένη | υπερψηφισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπερψηφισμένοι | οι | υπερψηφισμένες | τα | υπερψηφισμένα |
| γενική | των | υπερψηφισμένων | των | υπερψηφισμένων | των | υπερψηφισμένων |
| αιτιατική | τους | υπερψηφισμένους | τις | υπερψηφισμένες | τα | υπερψηφισμένα |
| κλητική | υπερψηφισμένοι | υπερψηφισμένες | υπερψηφισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υπερψηφισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υπερψηφίζω
Μεταφράσεις
υπερψηφισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.