υπερψηφίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υπερψηφίζω < υπερ- + ψηφίζω

Ρήμα

υπερψηφίζω, αόρ.: υπερψήφισα, παθ.φωνή: υπερψηφίζομαι, π.αόρ.: υπερψηφίστηκα, μτχ.π.π.: υπερψηφισμένος

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.