υπερφορολογημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερφορολογημένος η υπερφορολογημένη το υπερφορολογημένο
      γενική του υπερφορολογημένου της υπερφορολογημένης του υπερφορολογημένου
    αιτιατική τον υπερφορολογημένο την υπερφορολογημένη το υπερφορολογημένο
     κλητική υπερφορολογημένε υπερφορολογημένη υπερφορολογημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερφορολογημένοι οι υπερφορολογημένες τα υπερφορολογημένα
      γενική των υπερφορολογημένων των υπερφορολογημένων των υπερφορολογημένων
    αιτιατική τους υπερφορολογημένους τις υπερφορολογημένες τα υπερφορολογημένα
     κλητική υπερφορολογημένοι υπερφορολογημένες υπερφορολογημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

υπερφορολογημένος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.