υπερφορολογώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υπερφορολογώ < υπερφορολογώ + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική overtax[1])
Ουσιαστικό
υπερφορολογώ (παθητική φωνή: υπερφορολογούμαι)
Συγγενικά
- υπερφορολόγηση
- υπερφορολογημένος
- → δείτε τις λέξεις υπέρ, φορολογώ, φόρος και λέγω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υπερφορολογώ | υπερφορολογούσα | θα υπερφορολογώ | να υπερφορολογώ | υπερφορολογώντας | |
| β' ενικ. | υπερφορολογείς | υπερφορολογούσες | θα υπερφορολογείς | να υπερφορολογείς | (υπερφορολόγει) | |
| γ' ενικ. | υπερφορολογεί | υπερφορολογούσε | θα υπερφορολογεί | να υπερφορολογεί | ||
| α' πληθ. | υπερφορολογούμε | υπερφορολογούσαμε | θα υπερφορολογούμε | να υπερφορολογούμε | ||
| β' πληθ. | υπερφορολογείτε | υπερφορολογούσατε | θα υπερφορολογείτε | να υπερφορολογείτε | υπερφορολογείτε | |
| γ' πληθ. | υπερφορολογούν(ε) | υπερφορολογούσαν(ε) | θα υπερφορολογούν(ε) | να υπερφορολογούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υπερφορολόγησα | θα υπερφορολογήσω | να υπερφορολογήσω | υπερφορολογήσει | ||
| β' ενικ. | υπερφορολόγησες | θα υπερφορολογήσεις | να υπερφορολογήσεις | υπερφορολόγησε | ||
| γ' ενικ. | υπερφορολόγησε | θα υπερφορολογήσει | να υπερφορολογήσει | |||
| α' πληθ. | υπερφορολογήσαμε | θα υπερφορολογήσουμε | να υπερφορολογήσουμε | |||
| β' πληθ. | υπερφορολογήσατε | θα υπερφορολογήσετε | να υπερφορολογήσετε | υπερφορολογήστε | ||
| γ' πληθ. | υπερφορολόγησαν υπερφορολογήσαν(ε) |
θα υπερφορολογήσουν(ε) | να υπερφορολογήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω υπερφορολογήσει | είχα υπερφορολογήσει | θα έχω υπερφορολογήσει | να έχω υπερφορολογήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις υπερφορολογήσει | είχες υπερφορολογήσει | θα έχεις υπερφορολογήσει | να έχεις υπερφορολογήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει υπερφορολογήσει | είχε υπερφορολογήσει | θα έχει υπερφορολογήσει | να έχει υπερφορολογήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε υπερφορολογήσει | είχαμε υπερφορολογήσει | θα έχουμε υπερφορολογήσει | να έχουμε υπερφορολογήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε υπερφορολογήσει | είχατε υπερφορολογήσει | θα έχετε υπερφορολογήσει | να έχετε υπερφορολογήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν υπερφορολογήσει | είχαν υπερφορολογήσει | θα έχουν υπερφορολογήσει | να έχουν υπερφορολογήσει |
| |
Μεταφράσεις
- υπερφορολογώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.